πνευστός — ή, ό αυτός που λειτουργεί με το φύσημα: Πνευστά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεφυρόπνευστος — ζεφυρόπνευστος, η, ον (Μ) (για μουσικό όργανο) αυτός που αποδίδει ελαφρούς, ευχάριστους ήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, πυρί πνευστος] … Dictionary of Greek
ηδύπνευστος — ἡδύπνευστος, ον (Α) ηδύπνους*, αυτός που πνέει γλυκά, ο γλυκόπνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ά πνευστος, πυρί πνευστος] … Dictionary of Greek
θεόπνευστος — η, ο (AM θεόπνευστος, ον) αυτός που γίνεται με θεία έμπνευση («θεόπνευστο κήρυγμα») αρχ. ιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ευ ανά πνευστος, ηδύ πνευστος] … Dictionary of Greek
ιερόπνευστος — ἱερόπνευστος, ον (Μ) θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πνευστός (< πνέω), πρβλ. ηδύ πνευστος, πυρί πνευστος) … Dictionary of Greek
πυρίπνευστος — ον, ΜΑ 1. πυρίπνους* 2. αυτός που αναδίδει ατμούς ως αποτέλεσμα τής φωτιάς που καίει από κάτω ή μέσα του («πυρίπνευστοι λέβητες», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνευστος (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, νεό πνευστος] … Dictionary of Greek
μεγαλόπνευστος — η, ο 1. αυτός που έχει υψηλές εμπνεύσεις 2. (για έργο) αυτός που προέρχεται από μεγάλη έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
μουσόπνευστος — μουσόπνευστος, ον (Α) εμπνευσμένος από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος] … Dictionary of Greek
νεόπνευστος — νεόπνευστος, ον (Α) αυτός που αναπνέει εκ νέου, αυτός που αναζωογονήθηκε πρόσφατα («νεοπνεύστοιο νεκροῡ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος] … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek